- αρτσιβούρτσι
- αρτσιβούρτσι, το και αρτζιμπούρτζι, το(λ. αρμεν.), εβδομάδα νηστείας στους Αρμένιους που συμπίπτει με την πρώτη εβδομάδα της δικής μας Αποκριάς, κατά την οποία οι Ορθόδοξοι τρώνε τα πάντα· απ' αυτό η λέξη πήρε τη σημασία της ασυδοσίας, της αταξίας, του άνω κάτω: Έγινε εκεί πέρα το αρτζιμπούρτζι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.